- ὑπεζωκότα
- ὑποζώννυμιundergirdperf part act neut nom/voc/acc plὑποζώννυμιundergirdperf part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνευμοθώρακας — Είναι η παρουσία αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα, που μπορεί να οφείλεται σε παθολογικά αίτια (αυτόματος π.) ή μπορεί να προκληθεί (τεχνητός π.) για θεραπευτικούς σκοπούς, ή, σπανιότερα για διαγνωστικούς σκοπούς. Ο αυτόματος π. οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
πνευμονοπηξία — η, Ν χειρουργική στερέωση τού άρρωστου τμήματος τού πνεύμονα στον υπεζωκότα, χωρίς να εισέλθει αέρας στην κοιλότητα τού υπεζωκότα … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
Τράουμπε — ο, Ν φρ. «χώρος Τράουμπε» ανατ. ζώνη τού αριστερού πρόσθιου θωρακικού τοιχώματος που αντιστοιχεί στον πλευροδιαφραγματικό χώρο τού υπεζωκότα και δίνει στην επίκρουση τυμπανικό ήχο οφειλόμενο στη γαστρική φυσαλίδα … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… … Dictionary of Greek
εμπύημα — Συλλογή πύου σε μια κοιλότητα του ανθρώπινου σώματος. Οι συχνότερες εντοπίσεις του ε. είναι η κοιλότητα του υπεζωκότα, η χοληδόχος κύστη, η σκωληκοειδής απόφυση, το περικάρδιο και η μήτρα. Πολυάριθμοι είναι οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται γι’… … Dictionary of Greek
θωρακοσκοπία — η ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τής κοιλότητας τού υπεζωκότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracoscopie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + scopie (πρβλ. σκοπία < σκόπος < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek
ινοθώρακας — ὁ ιατρ. το αποτέλεσμα τής οργανώσεως μιας συλλογής υγρού στην κοιλότητα τού υπεζωκότα υπό μορφή στερεού συνδετικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrothorax < fibro < fiber «ίνα» + thorax (πρβλ. θώραξ)] … Dictionary of Greek